- εκσύρω
- ἐκσύρω (Α)σέρνω έξω, αποκομίζω (παθ. αόρ., εξεσύρησύρθηκε έξω, Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek